- κεμέρι
- το1. δερμάτινη ζώνη μέσα στην οποία οι χωρικοί φύλαγαν τα χρήματά τους2. συνεκδ. βαλάντιο, κομπόδεμα, αποταμιευμένα χρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kemer].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωνοβαλλάντιν — ζωνοβαλλάντιν, τὸ (Μ) ζώνη διαμορφωμένη σε βαλλάντιο, σε κεμέρι για τη φύλαξη χρημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + βαλλάντι(ν), μσν. τ. του βαλλάντιον] … Dictionary of Greek
chimir — CHIMÍR, chimire, s.n. Brâu lat de piele, adesea ornamentat şi prevăzut cu buzunare, pe care îl poartă ţăranii; şerpar. ♢ expr. A pune la chimir = a strânge bani; a fi zgârcit. A avea în chimir = a fi bogat. [var.: (reg.) chimér s.n.] – Din tc.… … Dicționar Român